μαρμαρόεις

Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A = μαρμάρεος, Ὀλύμπου μ. αἴγλαν S.Ant.610 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

μαρμᾰρόεις: εσσα, εν, = μαρμάρεος, Ὀλύμπου μ. αἴγλαν Σοφ. Ἀντ. 610.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
brillant, resplendissant.
Étymologie: μάρμαρος.

Greek Monolingual

μαρμαρόεις, -εσσα, -εν (Α)
μαρμάρεος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + κατάλ. -όεις (πρβλ. αστερ-όεις)].