ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses
μνησιπονηρῶ, -έω (Α)μνησικακώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι- σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. μιμνήσκω) + -πονηρώ (< -πόνηρος < πονηρός)].