πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
-ή, -ό μονόλιθος1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μονόλιθο2. κατασκευασμένος ή σχηματισμένος από έναν μόνο λίθο:3. μτφ. συμπαγής, στερεός, ακλόνητος.