μονολιθικός

From LSJ
Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό μονόλιθος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μονόλιθο
2. κατασκευασμένος ή σχηματισμένος από έναν μόνο λίθο:
3. μτφ. συμπαγής, στερεός, ακλόνητος.