μονολιθικός

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

-ή, -ό μονόλιθος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μονόλιθο
2. κατασκευασμένος ή σχηματισμένος από έναν μόνο λίθο:
3. μτφ. συμπαγής, στερεός, ακλόνητος.