μονολιθικός

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand, and I will move the Earth

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό μονόλιθος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μονόλιθο
2. κατασκευασμένος ή σχηματισμένος από έναν μόνο λίθο:
3. μτφ. συμπαγής, στερεός, ακλόνητος.