δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand, and I will move the Earth
-ή, -ό μονόλιθος1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μονόλιθο2. κατασκευασμένος ή σχηματισμένος από έναν μόνο λίθο:3. μτφ. συμπαγής, στερεός, ακλόνητος.