ακούραστος
From LSJ
Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last
Greek Monolingual
-η, -ο κουράζω
1. αυτός που δεν κουράστηκε
2. αυτός που δεν κουράζεται εύκολα, ακαταπόνητος, αβάρετος.