ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
το άκραο λόφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρίον, υποκορ. του άκρα, «η ακρούλα, η κορφούλα, λόφος»].