ακροδάκτυλο

From LSJ
Revision as of 06:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

το (Μ ἀκροδάκτυλον) (Ν και -δάχτυλο)
η άκρη του δαχτύλου
μσν.
το μεγάλο δάχτυλο του χεριού
νεοελλ.
το μικρό δάχτυλο του χεριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + δάκτυλος
το μικρό δάχτυλο του χεριού.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακροδαχτυλάκι, ακροδαχτυλιά].