ακροβολιστικός

Revision as of 06:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀκροβολιστικός, -ή, -όν) ἀκροβολιστής
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ακροβολιστές
αρχ.
1. αυτός που χρησιμοποιείται για βολή, ως όπλο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀκροβολιστικά
όπλα, βλήματα.