ἀκροβολιστικός

From LSJ

Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein

Menander, Monostichoi, 420
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροβολιστικός Medium diacritics: ἀκροβολιστικός Low diacritics: ακροβολιστικός Capitals: ΑΚΡΟΒΟΛΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: akrobolistikós Transliteration B: akrobolistikos Transliteration C: akrovolistikos Beta Code: a)krobolistiko/s

English (LSJ)

ἀκροβολιστική, ἀκροβολιστικόν, used as missiles. ἀκροβολιστικά, τά, sc. ὅπλα, Ael. Tact.17.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀκροβολιστικός, -ή, -όν) ἀκροβολιστής
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ακροβολιστές
αρχ.
1. αυτός που χρησιμοποιείται για βολή, ως όπλο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀκροβολιστικά
όπλα, βλήματα.