ακρόρριζος
From LSJ
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
Greek Monolingual
ἀκρόρριζος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει βαθιές ρίζες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -ριζος < ρίζα].
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
ἀκρόρριζος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει βαθιές ρίζες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -ριζος < ρίζα].