ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea
ἀκρόρριζος, -ον (Α)αυτός που δεν έχει βαθιές ρίζες.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + -ριζος < ρίζα].