Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron
ἀκρόρριζος, -ον (Α)αυτός που δεν έχει βαθιές ρίζες.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + -ριζος < ρίζα].