ακρόρριζος

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source

Greek Monolingual

ἀκρόρριζος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει βαθιές ρίζες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + -ριζος < ρίζα].