ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
[Seite 88] ές, nicht zu fassen (?). (Der Nilfisch wird richtiger ἀλλάβης geschrieben).
-ές λαβήαυτός που δεν έχει λαβή.