αλυκτώ

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund

Menander, Monostichoi, 537

Greek Monolingual

(I)
ἀλυκτῶ (-έω) (Α) ἀλύω
βλ. αλυκτάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλυκτὸς < ἀλυκ-, θ. του ρ. ἀλύσσω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλυκτάζω.———————— (II)
(-εω) (Α ἀλυκτῶ)
υλακτώ (για νεοελλ. ερμηνεύματα βλ. αλυχτώ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑλακτώ, με αμοιβαία μετάθεση τών φωνηέντων υ και α].