αμβλύνους

Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ουν
αυτός που έχει αμβλύ τον νου, που δυσκολεύεται να κατανοήσει ή να κρίνει κάτι, ο διανοητικά νωθρός, βλάκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμβλύς + -νους < νους.
ΠΑΡ. αμβλύνοια].