αμετάπτωτος

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμετάπτωτος, -ον)
αυτός που δεν είναι δυνατό να μεταπέσει σε ένταση, να μεταβληθεί, σταθερός, αμετάβλητος, μόνιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ά- στερητ. + μεταπίπτω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμεταπτωσία.