οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me
ἀμήτωρ (-ορος), ο, η (Α)1. αυτός που δεν έχει μητέρα ή του οποίου η μητέρα είναι άγνωστη2. φρ. «μήτηρ ἀμήτωρ», κακή ή άστοργη μητέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + -μήτωρ < μήτηρ.