αμήτωρ

From LSJ

καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed

Source

Greek Monolingual

ἀμήτωρ (-ορος), ο, η (Α)
1. αυτός που δεν έχει μητέρα ή του οποίου η μητέρα είναι άγνωστη
2. φρ. «μήτηρ ἀμήτωρ», κακή ή άστοργη μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερ. + -μήτωρ < μήτηρ.