αμέσως
From LSJ
Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches
Greek Monolingual
επίρρ. (Α ἀμέσως) ἄμεσος
1. δίχως τη μεσολάβηση κάποιου, απευθείας
2. δίχως τη μεσολάβηση χρονικού διαστήματος, δίχως χρονοτριβή, ευθύς.