μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves
ἀμφίζευκτος, -ον (Α)(για ποταμούς, χαράδρες κ.λπ.) αυτός που είναι ζευγμένος και από τα δύο μέρη, που ενώνεται με γέφυρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + ζευκτός < ζεύγνυμι.