αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale
ἀμφιπλάσσω (Α)αλείφω ολόγυρα με θεραπευτική αλοιφή, επαλείφω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πλάσσω.