επαλείφω
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
Greek Monolingual
(AM ἐπαλείφω, Μ και έφαλείφω)
αλείφω, επιχρίω, καλύπτω μια επιφάνεια με λιπαρή κυρίως ουσία
μσν.
«δώροις ἐφαλείφω» — γεμίζω κάποιον με δώρα
αρχ.
1. μτφ. προπαρασκευάζω, προαλείφω
2. παρακινώ, παροξύνω κάποιον
3. (για μέθη) εξάπτω, ερεθίζω
4. χρωματίζω με μεταλλική βαφή τα σιδερένια ύφαλα του πλοίου
5. «τοὺς τοίχους τους δύο ἐπαλείφω» (παροιμ. στον Παυσ.)
κολακεύω και τα δύο μέρη, περιποιούμαι και τον ένα και τον ἄλλο, είμαι διπλοπρόσωπος.