επαλείφω

From LSJ

πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπαλείφω, Μ και έφαλείφω)
αλείφω, επιχρίω, καλύπτω μια επιφάνεια με λιπαρή κυρίως ουσία
μσν.
«δώροις ἐφαλείφω» — γεμίζω κάποιον με δώρα
αρχ.
1. μτφ. προπαρασκευάζω, προαλείφω
2. παρακινώ, παροξύνω κάποιον
3. (για μέθη) εξάπτω, ερεθίζω
4. χρωματίζω με μεταλλική βαφή τα σιδερένια ύφαλα του πλοίου
5. «τοὺς τοίχους τους δύο ἐπαλείφω» (παροιμ. στον Παυσ.)
κολακεύω και τα δύο μέρη, περιποιούμαι και τον ένα και τον ἄλλο, είμαι διπλοπρόσωπος.