επαλείφω
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
Greek Monolingual
(AM ἐπαλείφω, Μ και έφαλείφω)
αλείφω, επιχρίω, καλύπτω μια επιφάνεια με λιπαρή κυρίως ουσία
μσν.
«δώροις ἐφαλείφω» — γεμίζω κάποιον με δώρα
αρχ.
1. μτφ. προπαρασκευάζω, προαλείφω
2. παρακινώ, παροξύνω κάποιον
3. (για μέθη) εξάπτω, ερεθίζω
4. χρωματίζω με μεταλλική βαφή τα σιδερένια ύφαλα του πλοίου
5. «τοὺς τοίχους τους δύο ἐπαλείφω» (παροιμ. στον Παυσ.)
κολακεύω και τα δύο μέρη, περιποιούμαι και τον ένα και τον ἄλλο, είμαι διπλοπρόσωπος.