ανακατασκευάζω
Greek Monolingual
(Α ἀντικατασκευάζω)
κατασκευάζω κάτι για να αντιμετωπίσω αυτό που κατασκεύασε ο αντίπαλος
αρχ.
αντικαθιστώ.
(Α ἀντικατασκευάζω)
κατασκευάζω κάτι για να αντιμετωπίσω αυτό που κατασκεύασε ο αντίπαλος
αρχ.
αντικαθιστώ.