αναθύμημα
Greek Monolingual
το αναθυμάμαι
1. αναπόληση του παρελθόντος, ανάμνηση, θύμηση
2. αντικείμενο χρήσιμο για ανάμνηση, ενθύμιο, αναμνηστικό.
το αναθυμάμαι
1. αναπόληση του παρελθόντος, ανάμνηση, θύμηση
2. αντικείμενο χρήσιμο για ανάμνηση, ενθύμιο, αναμνηστικό.