ανακάθιση

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323

Greek Monolingual

η
1. ανόρθωση μόνο του κορμού, ενώ τα πόδια μένουν απλωμένα, ανασήκωμα
2. γυμναστική άσκηση, κατά την οποία κάθεται κανείς κάτω με λυγισμένα τα σκέλη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακαθίζω
νεώτ. λόγιο σύνθετο].