αναλύτης

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἀναλύτης)
νεοελλ.
1. αυτός που κάνει ή προκαλεί ανάλυση
2. (για πράγματα) αυτός με τον οποίο γίνεται ανάλυση
αρχ.
1. σωτήρας, κυρίως αυτός που απαλλάσσει από τα κακά, από τις μαγγανείες
2. αυτός που εξηγεί τα όνειρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναλύω.
ΠΑΡ. αναλυτικός].