αναλύτης
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
ο (Α ἀναλύτης)
νεοελλ.
1. αυτός που κάνει ή προκαλεί ανάλυση
2. (για πράγματα) αυτός με τον οποίο γίνεται ανάλυση
αρχ.
1. σωτήρας, κυρίως αυτός που απαλλάσσει από τα κακά, από τις μαγγανείες
2. αυτός που εξηγεί τα όνειρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναλύω.
ΠΑΡ. αναλυτικός].