ἀναισχύντημα

Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A impudent act or speech, Hyp.Fr.226, Gal.UP10.9.

German (Pape)

[Seite 190] τό, unverschämte That, Hyperid. bei Poll. 6, 108.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναισχύντημα: -ατος, τό, ἀναίσχυντος ἢ ἀναιδὴς πρᾶξις Ὑπερείδ. Ἀποσπ. 254, Πολυδ. ϛ΄, 180.

Spanish (DGE)

-ματος, τό desvergüenza Hyp.Fr.226, Gal.3.801.

Greek Monolingual

ἀναισχύντημα, το (Α) ἀναισχυντῶ
αναίσχυντη πράξη ή λόγος, αναίδεια.