αναίδεια

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 561

Greek Monolingual

η (Α ἀναίδεια) (Α και -εία)
έλλειψη αιδούς, αναισχυντία, αδιαντροπιά, αυθάδεια, θρασύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναιδής.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναιδεύομαι, ἀναιδίζομαι.

Translations

shamelessness

Armenian: անամոթություն; Azerbaijani: arsızlıq, utanmazlıq, utanmamazlıq, abırsızlıq, həyasızlıq; Catalan: desvergonyiment; Esperanto: senhonteco; Finnish: häpeämättömyys; French: dévergondage, impudicité; Georgian: უსირცხვილობა; Greek: αδιαντροπιά, ξεδιαντροπιά, ανεντροπιά, ξετσιπωσιά, ξετσίπωμα, έλλειψη τσίπας, έλλειψη ντροπής, αναισχυντία, αναισχυντηλία, αποθράσυνση, αναίδεια; Ancient Greek: ἀδιατρεφία, ἀδιατρεψία, ἀναγωγία, ἀναίδεια, ἀναιδείη, ἀναισχύντημα, ἀναισχυντία, ἀνδρεία, ἀπόνοια, ἀχρωμία, βδελυρία, παρρησία, τὸ ἀναιδές, τὸ ἀναίσχυντον; German: Schamlosigkeit; Hungarian: szégyentelenség; Irish: neamhnáire, mínáire, ainfhéile; Italian: spudoratezza, inverecondia; Japanese: 厚顔無恥; Korean: 파렴치, 몰염치; Latin: impudentia; Norwegian Bokmål: skamløshet; Ottoman Turkish: عارسزلق‎; Polish: bezpruderyjność, bezwstyd, bezwstydność; Portuguese: impudor, despudor; Russian: бесстыдство; Spanish: sinvergonzonería, desvergüenza, desfachatez; Turkish: yüzsüzlük