ανανεωτικός

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀνανεωτικός, -ή, -όν) ανανεώνω
ο σχετικός με την ανανέωση, ο ικανός να ανανεώνει, να αναζωογονεί.