ανάρπαγος
From LSJ
ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self
Greek Monolingual
και -χτος, -η, -ο
1. αυτός που δεν τον άρπαξαν, δεν τον έπιασαν ή δεν μπορούν να τον πιάσουν, άπιαστος, ασύλληπτος
2. αυτός που γίνεται βιαστικά, γρήγορος, απότομος (για κάποιον που τρώει, πίνει κ.λπ. βιαστικά).