απότομος

From LSJ

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπότομος, -ον) αποτέμνω
1. απόκρημνος
2. αιφνίδιος, ξαφνικός, βίαιος
3. μτφ. (για ανθρώπους ή ανθρώπινες εκδηλώσεις) τραχύς στη συμπεριφορά, ωμός
αρχ.
1. αυστηρός, αδυσώπητος
2. σύντομος
3. απόλυτος, αυστηρά ακριβής.