μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
-η, -ο (Α ἀνάρροπος, -ον) αναρρέπω
1. αυτός που ρέπει, κλίνει προς τα άνω
2. αυτός που υποχωρεί, που αποσύρεται.