ανάρροπος

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάρροπος, -ον) αναρρέπω
1. αυτός που ρέπει, κλίνει προς τα άνω
2. αυτός που υποχωρεί, που αποσύρεται.