φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
-η, -ο (Α ἀνάρροπος, -ον) αναρρέπω1. αυτός που ρέπει, κλίνει προς τα άνω2. αυτός που υποχωρεί, που αποσύρεται.