ανθρακουργία

Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Μ ἀνθρακουργία)
νεοελλ.
παραγωγή ξυλανθράκων σε καμίνι
μσν.
«ἔρωτος ἀνθρακουργία» — η φωτιά του έρωτα που κατακαίει τον ερωτευμένο.