ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you
ἀνήνωρ, ο (Α) ανήρ1. αυτός που δεν αρμόζει σε άνδρα2. άνανδρος, δειλός.