αντεκκλέπτω
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Greek Monolingual
ἀντεκκλέπτω (Α)
κλέβω και εγώ για εκδίκηση.
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
ἀντεκκλέπτω (Α)
κλέβω και εγώ για εκδίκηση.