εκδίκηση
μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it
Greek Monolingual
και (ε)γδίκηση, η (AM ἐκδίκησις)
1. η ανταπόδοση του κακού από αυτόν που αδικήθηκε ή από συγγενή του
2. βοήθεια, υπεράσπιση («δράμε εις εκδίκησιν της Κωνσταντίνου πόλης», «ὁ Θεός... ποιήσει τὴν ἐκδίκησιν τῶν ἐκλεκτῶν αὐτοῦ»)
νεοελλ.
φρ. «παίρνω εκδίκηση» — εκδικούμαι
μσν.
1. ποινή
2. διεκδίκηση
αρχ.
φρ. «ποιοῦμαι, ποιῶ ἐκδίκησιν» — εκδικούμαι.