ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
-η, -ο υπήνεμοςυπήνεμος, τόπος που δεν προσβάλλεται από τον άνεμοτο ουδ. ως ουσ. το απάνεμοο απάνεμος τόπος.