απέξω
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
κ. απόξω κ. απαπέξω (Μ ἀπέξω) επίρρ.
1. έξω από
2. από το έξω μέρος
νεοελλ.
1. από το εξωτερικό
2. από μνήμης, από στήθους
μσν.
προς τα έξω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (φρ). απ' έξω, απ' όξω (< φρ. απ' έξω με προληπτική αφομοίωση του ε-)].