πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
κ. απόξω κ. απαπέξω (Μ ἀπέξω) επίρρ.1. έξω από2. από το έξω μέροςνεοελλ.1. από το εξωτερικό2. από μνήμης, από στήθουςμσν.προς τα έξω.[ΕΤΥΜΟΛ. < (φρ). απ' έξω, απ' όξω (< φρ. απ' έξω με προληπτική αφομοίωση του ε-)].