απέξω

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

κ. απόξω κ. απαπέξω (Μ ἀπέξω) επίρρ.
1. έξω από
2. από το έξω μέρος
νεοελλ.
1. από το εξωτερικό
2. από μνήμης, από στήθους
μσν.
προς τα έξω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (φρ). απ' έξω, απ' όξω (< φρ. απ' έξω με προληπτική αφομοίωση του ε-)].