Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
ἀπόπεμπτος, -ον (Α)1. αυτός που διώχθηκε, που απομακρύνθηκε2. αυτός που μπορεί κανείς να αποπέμψει, να αποσοβήσει.