αποστραβώνω
Greek Monolingual
1. (για πράγματα) καθιστώ κάτι πιο στραβό από ό,τι ήταν πριν
2. (για ανθρώπους) καθιστώ κάποιον εντελώς τυφλό, αποτυφλώνω.
1. (για πράγματα) καθιστώ κάτι πιο στραβό από ό,τι ήταν πριν
2. (για ανθρώπους) καθιστώ κάποιον εντελώς τυφλό, αποτυφλώνω.