αργυροσάλπιγξ
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
Greek Monolingual
ἀργυροσάλπιγξ (-ιγγος), ο, η (Μ)
αυτός που σαλπίζει με αργυρή σάλπιγγα.
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
ἀργυροσάλπιγξ (-ιγγος), ο, η (Μ)
αυτός που σαλπίζει με αργυρή σάλπιγγα.