αργύριο

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Invenit amicos hominibuspecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld

Menander, Monostichoi, 500

Greek Monolingual

και -ον, το (AM ἀργύριον) άργυρος
πληθ.
1. χρήματα
2. τα χρήματα που πήρε ο Ιούδας
3. ο άργυρος ως μέταλλο
αρχ.
1. μικρό νόμισμα, κέρμα
2. τα χρήματα, τα μετρητά
3. φρ. «ἀργύριον ῥητόν» — ορισμένο χρηματικό ποσό.