αργύριο
From LSJ
Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Invenit amicos hominibuspecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld
Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Invenit amicos hominibuspecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld
και -ον, το (AM ἀργύριον) άργυρος
πληθ.
1. χρήματα
2. τα χρήματα που πήρε ο Ιούδας
3. ο άργυρος ως μέταλλο
αρχ.
1. μικρό νόμισμα, κέρμα
2. τα χρήματα, τα μετρητά
3. φρ. «ἀργύριον ῥητόν» — ορισμένο χρηματικό ποσό.