Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
και -ον, το (AM ἀργύριον) άργυρος
πληθ.
1. χρήματα
2. τα χρήματα που πήρε ο Ιούδας
3. ο άργυρος ως μέταλλο
αρχ.
1. μικρό νόμισμα, κέρμα
2. τα χρήματα, τα μετρητά
3. φρ. «ἀργύριον ῥητόν» — ορισμένο χρηματικό ποσό.