αργύριο

From LSJ

τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you

Source

Greek Monolingual

και -ον, το (AM ἀργύριον) άργυρος
πληθ.
1. χρήματα
2. τα χρήματα που πήρε ο Ιούδας
3. ο άργυρος ως μέταλλο
αρχ.
1. μικρό νόμισμα, κέρμα
2. τα χρήματα, τα μετρητά
3. φρ. «ἀργύριον ῥητόν» — ορισμένο χρηματικό ποσό.