ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
(-άω) (Μ ἀραθυμῶ -έω)
1. είμαι νωθρός, τεμπελιάζω
2. ξεκουράζομαι ξεχνώντας τις φροντίδες
νεοελλ.
1. λιποθυμώ
2. ανυπομονώ
3. φοβάμαι.