ἀρτοποιός

Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ὁ,

   A bread-maker, baker, X.Cyr.5.5.39, J.AJ15.9.2.

German (Pape)

[Seite 363] ὁ, der Bäcker, Xen. Cyr. 5, 5, 39.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων ἄρτον, ἀρτοποιός, «ψωμᾶς», Ξεν. Κύρ, 5. 5, 39· πρβλ. ἀρτοκόπος καὶ Λοβ. Φρύν. 222.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
boulanger.
Étymologie: ἄρτος, ποιέω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ, ἡ
tahonero, panadero como oficio adscrito al servicio de reyes asiáticos, persas δῶρα ἄγοντες, ὁ μέν τις οἰνοχόον καλόν, ὁ δ' ὀψοποιὸν ἀγαθόν, ὁ δ' ἀρτοποιόν X.Cyr.5.5.39, lidios, de la panadera de Creso, Plu.2.401e, en Roma, Lyd.Mag.3.7
gener. IG 22.10B.3 (V/IV a.C.), Plu.Alex.22, καταστήσας ἀρτοποιοὺς καὶ παρέχων ἑτοίμας τὰς τροφάς como obra benéfica de Herodes para los ancianos, I.AI 15.309, cf. PSAAthen.55re.8 (rom.).

Greek Monolingual

ο (Α αρτοποιός)
αυτός που κατασκευάζει άρτο, ο ψωμάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + -ποιός < ποιώ].