αρχαιοκαπηλία
Greek Monolingual
η
η πράξη και η δράση του αρχαιοκάπηλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαιοκάπηλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Δ. Μυλωνά].
η
η πράξη και η δράση του αρχαιοκάπηλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαιοκάπηλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Δ. Μυλωνά].