αστεϊσμός
From LSJ
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
ο (AM ἀστεϊσμός) αστεΐζομαι
νεοελλ.
1. το να αστειεύεται κανείς
2. πληθ. τα αστεία, τα χωρατά
αρχ.
είδος ποιητικής ή ρητορικής ειρωνείας.