ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
ἀσπιδοφέρμων, -ον (Α)αυτός που ζει και τρέφεται ανάμεσα σε ασπίδες, ο πολεμικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς (-ίδος) + φέρβω.